- κανθάριον
- το (Α κανθάριον)νεοελλ.βοτ. γένος φαγώσιμων μανιταριών τού αθροίσματος αγαρικώδηαρχ.(υποκορ. τού κάνθαρος*) μικρό ποτήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, (πρβλ. καλάμ-ιον, πόδ-ιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανθάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθαρίου — κανθάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθαρίῳ — κανθάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθάρια — κανθάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαθάρι — το, και σκάθαρος, ο, Ν 1. κοινή ονομασία εντόμων 2. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Spondyliosoma cantharus που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες και συγγενεύει με τον σπάρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κανθάριον / κάνθαρος, με προθετικό σ (πρβλ.… … Dictionary of Greek